- ενδρομώ
- ἐνδρομῶ, -έω (Α)1. τρέχω ανάμεσα2. εισβάλλω, ορμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἐνδρομώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… … Dictionary of Greek